- όνησις
- ὄνησις, -εως και δωρ. τ. ὄνασις, -ιος, ἡ (Α)1. χρησιμότητα, ωφέλεια, κέρδος2. απόλαυση, ευτυχία3. φρ. α) «ὄνασίς ἐστί τινι» — ωφέλεια ή χαρά για κάποιονβ) «ἔπ' ὄνασίν τινι» και «εἰς ὄνασίν τίνος» — για τη χαρά και την ευτυχία κάποιουγ) «ὄνησιν ἔχω» — είμαι χρήσιμος σε κάποιον, ωφελώδ) «ὄνησιν ἔχω (ἀπό) τίνος» — ωφελούμαι από κάποιονε) «ὄνασις ἥκει» και «γίγνεταί τινι ὄνασις» — παρέχεται ή προκύπτει ωφέλεια για κάποιονστ) «φέρω ὄνασίν τινι» — ωφελώ κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ονη- τού ὀνίνημι*].
Dictionary of Greek. 2013.